- λιποταχτώ
- λιποτάχτησα, αμτβ.1. εγκαταλείπω αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού.2. μτφ., εγκαταλείπω κάποιον ιδεολογικό αγώνα: Στην αντιδικτατορική τους ομάδα δε λιποτάχτησε κανείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.