λιποταχτώ

λιποταχτώ
λιποτάχτησα, αμτβ.
1. εγκαταλείπω αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού.
2. μτφ., εγκαταλείπω κάποιον ιδεολογικό αγώνα: Στην αντιδικτατορική τους ομάδα δε λιποτάχτησε κανείς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιποταχτώ — λιποτακτώ και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιποτακτώ — και λιποταχτώ, λιποτάκτησα και λιποτάχτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”